διττόν

διττόν
δισσός
twofold
masc acc sg (attic)
δισσός
twofold
neut nom/voc/acc sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διττός — και δισσός, ή, ό (AM διττός και δισσός, ή, όν) 1. διπλός, αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη 2. εκείνος που παρουσιάζεται με δύο μορφές 3. διφορούμενος, ασαφής αρχ. 1. στον πληθ. δύο 2. (για έγγραφο) αυτός που γράφτηκε εις… …   Dictionary of Greek

  • συμπλοκή — η, ΝΜΑ [συμπλέκω] 1. σύγκρουση, σύρραξη μεταξύ αντίπαλων ένοπλων ομάδων (α. «τη νύχτα οι συμπλοκές γενικεύθηκαν» β. «τὸν μὲν Ἱέρωνά φησι μετὰ τὴν συμπλοκὴν οὕτως ἔξω γενέσθαι τοῡ φρονεῑν», Πολύβ.) 2. συνδυασμός, σύνδεση όρων μιας πρότασης, κυρίως …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • χύλισμα — τὸ, ΜΑ [χυλίζω] εκχύλισμα (α. «διττὸν δὲ ἐστὶ τὸ εἶδος τοῡ χυλίσματος», Διοσκ. β. «ἀκακίας χύλισμα», Ορειβ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”